hcaa

Αεροδρόμιο Αθήνας Ελληνικό ιστορικά στοιχεία

αεροδρομιο ελληνικουΕπειτα από 60 χρόνια συνεχούς λειτουργίας στο Ελληνικό, το Διεθνές Αεροδρόμιο της Αθήνας μεταφέρθηκε το 2001 στα Σπάτα.
Αυτό, όμως, που σήμερα είναι γνωστό επίσημα ως “Κρατικός Αερολιμένας Αθηνών ” (ΚΑΑ) ή, πιο απλά, ως Αεροδρόμιο του Ελληνικού, πρωτολειτούργησε το 1938 με διάδρομο προσγειώσεως 1.800 μέτρων.
Την πρώτη εκείνη χρονιά εξυπηρέτησε 8.500 επιβάτες και 1 τόννο φορτίου, ενώ σήμερα – με στοιχεία του 1997 – έφθασε στα 12.000.000 επιβάτες και στους 120.000 τόννους φορτίου.

Στα 12 χρόνια της λειτουργίας του, το 1950, το αεροδρόμιο διέθετε πλέον δύο διαδρόμους των 2.250 μέτρων και η ετήσια κίνηση είχε ανέλθει σε 234.000 επιβάτες.
Τότε άρχισαν και οι πρώτες συζητήσεις για την μεταφορά του αεροδρομίου σε μεσογειακή τοποθεσία. Εξετάσθηκαν διάφορες εναλλακτικές λύσεις, αλλά, τελικά, το 1957, όταν από το αεροδρόμιο διακινήθηκαν 500.000 επιβάτες και 4.000 τόννοι φορτίου, αποφασίσθηκε η παραμονή του στο Ελληνικό.
Για να εξυπηρετηθεί η αύξηση της κινήσεως, το 1958 – χρονιά που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν τα αεροσκάφη τύπου Jet – ο κυρίως διάδρομος επιμηκύνθηκε σε 3.000 μέτρα και παραγγέλθηκε μελέτη στην εταιρεία Amman & Whitney για την περαιτέρω ανάπτυξη του αεροδρομίου στην ίδια γεωγραφική θέση.
Εκείνη την εποχή το αεροδρόμιο αποτελείτο μόνο από τις κτιριακές εγκαταστάσεις του σημερινού Δυτικού Αεροσταθμού και η μελέτη, που τελικά υλοποιήθηκε, προέβλεπε την κατασκευή ενός Ανατολικού Αεροσταθμού, με βάση πρόβλεψη για αύξηση της κινήσεως σε 2.4000.000 επιβάτες το 1968.
Τα εγκαίνια του Ανατολικού Αεροσταθμού το 1969, σε σχέδια του Φινλανδοαμερικανού αρχιτέκτονα E. Saarinen, αποτέλεσαν ορόσημο στην ιστορία του αεροδρομίου.

Ο Δυτικός Αεροσταθμός παραδόθηκε στην αποκλειστική χρήση της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ και ο Ανατολικός στην χρήση των ξένων αεροπορικών εταιρειών. Η κίνηση, όμως, που είχε προβλεφθεί για το 1968, είχε ήδη επιτευχθεί από το 1967 και το αεροδρόμιο εξυπηρετούσε πλέον 3.300.000 επιβάτες και 25.000 τόννους φορτίου ετησίως.
Ο καινούριος Αεροσταθμός δεν ήταν παρά το σημερινό κτίριο Αναχωρήσεων, χωρισμένο στη μέση για Αφίξεις και Αναχωρήσεις, και ήταν σαφές ότι το αεροδρόμιο δεν θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του μέλλοντος, αφού, μάλιστα, η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη της γύρω περιοχής καθιστούσε απαγορευτική την επέκτασή του.

Στην δεκαετία του ’70 η κίνηση στο Ελληνικό αυξανόταν με ρυθμό 13% ετησίως, έναντι αντίστοιχου διεθνούς ρυθμού 5%, με αποτέλεσμα να ανατεθεί στην Airways Engineering Corp. και στην Burns & Roe Inc. νέα τεχνικοοικονομική μελέτη αναπτύξεως.
Η μελέτη αυτή κατέληξε σε δύο εναλλακτικές λύσεις :
α. Προσωρινή βελτίωση του αεροδρομίου στο Ελληνικό, με παράλληλη κατασκευή νέου αεροδρομίου στην θέση Ζάγανι των Σπάτων
β. Ριζικές βελτιώσεις στο Ελληνικό, με κατασκευή διαδρόμου προσγειώσεως μέσα στην θάλασσα και παράλληλη ανάπτυξη του στρατιωτικού αεροδρομίου της Τανάγρας ως συμπληρωματικού.
Πραγματικά, σε πρώτη φάση ο κυρίως διάδρομος επιμηκύνθηκε στα 3.500 μέτρα, βελτιώθηκε ο τροχόδρομος, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται ως εφεδρικός, και αυξήθηκαν οι κτιριακές εγκαταστάσεις των Αεροσταθμών.
Το 1976, όταν όλα τα περιθώρια επεκτάσεως είχαν εξαντληθεί και λόγοι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί επιβάλλανε την μεταφορά του αεροδρομίου, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε σε Κοινοπραξία της Aeroports de Paris και του Αεροδρομίου της Φρανκφούρτης να επιλέξουν την κατάλληλη τοποθεσία,
λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο την Εθνική Πολιτική Αερομεταφορών όσο και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιλογής τους στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας.
Η μελέτη αυτή κατέληξε, επίσης, στα Σπάτα, αλλά η υλοποίησή της αναβλήθηκε προσωρινά, λόγω άλλων κυβερνητικών προτεραιοτήτων στην δεκαετία του ’80.


Οι ανάγκες του αεροδρομίου αντιμετωπίσθηκαν αρχικά με ένα συμπληρωματικό κτίριο Αναχωρήσεων, ανάμεσα στα υπάρχοντα Κτίρια Αναχωρήσεων και Αφίξεων του Ανατολικού Αεροσταθμού, με πρόσθετες εγκαταστάσεις Gates Αναχωρήσεων στον Ανατολικό το 1987,
με την κατασκευή ειδικού Κτιρίου Charter πτήσεων στους χώρους της πρώην Αμερικανικής Βάσεως το 1994 και, τέλος, με την προσθήκη κτιριακών εγκαταστάσεων 5.500 τ.μ. περίπου στον Δυτικό Αεροσταθμό το 1998.


Στο μεταξύ, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε αποφασισθεί η υλοποίηση της προτάσεως για την μεταφορά του αεροδρομίου στα Σπάτα και, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό,
το έργο κατακυρώθηκε στην γερμανική εταιρεία Hochtief, ενώ, η λειτουργία του αεροδρομίου, που ονομάσθηκε “Ελευθέριος Βενιζέλος”, ανατέθηκε στην εταιρεία “Διεθνής Αερολιμήν Αθηνών Α.Ε.”, στην οποία συμμετέχει το Ελληνικό Δημόσιο με 55% και μια ιδιωτική Κοινοπραξία υπό την Hochtief με 45%.
Σε ηλικία 60 ετών, ο “Κρατικός Αερολιμένας Αθηνών” παρέδωσε την σκυτάλη υπερήφανος για την οικονομική και κοινωνική του προσφορά.